- γιγάρτων
- γίγαρτονgrape-stoneneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λωλώ — (I) λωλώ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὅταν σῡκα μετά γιγάρτων φωσθῇ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τον τ. λῶλον*]. (II) λωλῶ (Α) [λώλον] (κατά τον Ζωναρά) «σῡκον μετά γιγάρτων κόπτω» … Dictionary of Greek
λώλον — λῶλον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «βρῶμα ἐκ γιγάρτων καὶ σύκων γενόμενον, παιδίοις πεφωσμένον». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής παιδικής γλώσσας που δηλώνει την τροφή] … Dictionary of Greek